πολιτειακός

πολιτειακός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολιτεία ή στο πολίτευμα («πολιτειακή κρίση»).
επίρρ...
πολιτειακώς και -ά
από πολιτειακή άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Ν. Α. Χαλκιόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολιτειακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην πολιτεία ή το πολίτευμα: Ο λαός έθεσε πολιτειακό ζήτημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γερουσία — Συνέδριο γερόντων, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, που συσκέπτονται για τα κοινά ως πολιτικό σώμα. Ο θεσμός της γ. είναι πολύ παλιός και η πρώτη γνωστή σε μας γ. ήταν οι γέροντες στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια που συμβούλευαν τον άνακτα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”