- πολιτειακός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολιτεία ή στο πολίτευμα («πολιτειακή κρίση»).επίρρ...πολιτειακώς και -άαπό πολιτειακή άποψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτεία. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Ν. Α. Χαλκιόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.